- Θηβαική
- Θηβαϊκή , Θηβαῖοςto Thebesfem nom/voc sg (attic epic ionic)Θηβαικόςto Thebesfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θηβαικῇ — Θηβαϊκῇ , Θηβαῖος to Thebes fem dat sg (attic epic ionic) Θηβαικός to Thebes fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
θηβαϊκός — και θηβαίικος, ή, ό (ΑΜ θηβαϊκός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα») αρχ. το θηλ. ως ουσ. 1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα) η χώρα τών Θηβαίων 2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek
κούκι — κοῡκι, εως, τὸ (Α) το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
κόιξ — ο (Α κόϊξ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη αρχ. 1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή 2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου… … Dictionary of Greek
σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
υφαίνη — (hyphaena). Γένος φυτών της οικογένειας των Φοινικοειδών, που αριθμεί δεκαπέντε είδη. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν κυρίως στις θερμές χώρες της Αφρικής και έχουν κορμό που συνήθως διακλαδώνεται, γεγονός σπάνιο για τα φοινικοειδή. Ο καρπός τους… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… … Dictionary of Greek